- ηθικοθρησκευτικός
- ηθικοθρησκευτικός , -ή, -όотносящийся к христианской морали
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
ηθικοθρησκευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ηθική και στη θρησκεία ή στη θρησκευτική ηθική («ηθικοθρησκευτικές ομιλίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός + θρησκευτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Αναστ. Πολυζωΐδη] … Dictionary of Greek